- χηνόπαπια
- η, Νζωολ. κοινή ονομασία για τις αγριόπαπιες που μοιάζουν με χήνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταδόρνα — Γένος πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Αριθμεί 3 είδη. Το γνωστότερο είδος είναι η Χηνόπαπια τ., η οποία έχει μήκος 60 εκ. και ζυγίζει έως 1½ κιλά. Ζει στην εύκρατη ζώνη της Ευρώπης και της Ασίας, κυρίως κατά μήκος των ακτών των θαλασσών και… … Dictionary of Greek